- πεντάγωνος
- -η, -ο / πεντάγωνος, -ον, ΝΑ1. (για σχήμα) αυτός που αποτελείται από πέντε γωνίες και από πέντε πλευρές2. το ουδ. ως ουσ. το πεντάγωνομαθημ. επίπεδο πολύγωνο που έχει πέντε γωνίες και επομένως πέντε πλευρέςνεοελλ.1. το ουδ. ως ουσ. α) άνθος με πέντε καρπόφυλλαβ) μεγάλο δημόσιο κτήριο στην Ουάσινγκτον, όπου στεγάζονται όλες οι υπηρεσίες τού αμερικανικού Υπουργείου Εθνικής 'Αμυναςγ) το ελληνικό κτηριακό συγκρότημα στον Χολαργό τής Αθήνας όπου στεγάζονται το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, το Γενικό Επιτελείο Εθνικής Άμυνας, τα γενικά επιτελεία τών τριών κλάδων τών ενόπλων δυνάμεων, καθώς και διάφορες υπηρεσίες τους που έρχονται σε επαφή με το κοινό2. φρ. «κανονικό πεντάγωνο» — πεντάγωνο τού οποίου οι γωνίες και οι πλευρές είναι ίσες μεταξύ τους.[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα-* + -γωνος (< γωνία), πρβλ. εξά-γωνος].
Dictionary of Greek. 2013.